- πτυχώδης
- ης, ες см. πυχωτός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτυχώδης — ες / πτυχώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πτυχή] γεμάτος πτυχές … Dictionary of Greek
πτυχώδη — πτυχώδης in folds neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πτυχώδης in folds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πτυχώδης in folds masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek